- ἐθελοντῇ
- ἐθελοντήςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθελοντικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή 2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«) … Dictionary of Greek
κληρωτός — ή, ό (AM κληρωτός, ή, όν) [κληρώ] αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» το ορκωτό δικαστήριο β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν»,… … Dictionary of Greek
Δημακόπουλος, Ιωάννης — (19ος αι.). Αξιωματικός του στρατού από την Τρίπολη. Πήρε μέρος στην Κρητική επανάσταση του 1866, ως επικεφαλής μικρού σώματος εθελοντών στην περιοχή του Ρεθύμνου. Στην πολιορκία του Αρκαδίου ορίστηκε φρούραρχος της μονής, μετά την άλωση της… … Dictionary of Greek
διασταύρωση συμβατότητας — Διαδικασία που χρησιμοποιείται για να καθοριστεί η συμβατότητα ανάμεσα στο αίμα ενός ατόμου που χρειάζεται μετάγγιση και εκείνου ενός πιθανού εθελοντή αιμοδότη. Δείγματα αίματος των δύο ατόμων αναμειγνύονται. Το αίμα που δεν είναι συμβατό… … Dictionary of Greek
Κρέιν, Στίβεν — (Stephen Crane, Νιούαρκ, Νιου Τζέρσεϊ 1871 – Μπάντενβαϊλερ 1900). Αμερικανός συγγραφέας. Ανήκει στη γενιά του πρώιμου νατουραλισμού, που αναπτύχθηκε στην Αμερική ως επίγονος του γαλλικού νατουραλισμού και της βιομηχανικής αναταραχής την τελευταία … Dictionary of Greek
εθελοντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον εθελοντή, εκούσιος: Η συμμετοχή στον έρανο είναι εθελοντική. 2. (για στρατ. σώματα), που αποτελείται από εθελοντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)